αταξινόμητος

αταξινόμητος
-η, -ο
αυτός που δεν έχει ταξινομηθεί, που δεν έχει καταταχθεί με ορισμένη τάξη ή σε ορισμένο σύστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + ταξινομώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Ηρ. Μητσόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αταξινόμητος — η, ο αυτός που δεν ταξινομήθηκε: Το συγκεντρωμένο αυτό λαογραφικό υλικό μένει δυστυχώς αταξινόμητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”